- ξαρμύρισμα
- τοβλ. εξαλμύρισμα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ξαρμύρισμα — το, ατος αποβολή της αρμύρας, ξάρμισμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εξαλμύρισμα — και ξαρμύρισμα και ξάρμισμα, το [εξαλμυρίζω] αφαίρεση ή αραίωση τής άλμης … Dictionary of Greek
ξάρμισμα — το, ατος το ξαρμύρισμα, η αφαίρεση της αρμύρας: Θέλει ξάρμισμα το τυρί … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)